συνεφαψάμενοι

συνεφαψάμενοι
συνεφάπτομαι
lay hold of jointly
aor part mid masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνεφάπτομαι — ΝΑ, και ιων. τ. συνεπάπτομαι Α [ἐφάπτομαι] νεοελλ. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. συνεφαπτομένη αρχ. 1. αγγίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο («τῇ χειρὶ συνεφάπτεσθαι τοῡ ξίφους», Πλούτ.) 2. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου μαζί με άλλον 3. (για πράγμ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”